ἐρίπναι

ἐρίπναι
ἐρίπνη
broken cliff
fem nom/voc pl
ἐρίπνᾱͅ , ἐρίπνη
broken cliff
fem dat sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐρίπνᾳ — ἐρίπναι , ἐρίπνη broken cliff fem nom/voc pl ἐρίπνᾱͅ , ἐρίπνη broken cliff fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PROMETHEUS — Iapeti et Clymenes fil. teste Poeta. Κούρην δ᾿ Ι᾿άπετος καλλίσφυρον Ω᾿κεανίνην Η᾿γάγετο Κλυμένην, καὶ ὁμὸν λέχος εἰσανέβαινεν, Η῾δὲ οἰ Α῎τλαντα κρατερόφρονα γείνατο παῖδα. Τίκτε δ᾿ ὑπερκύδαντα Μενοὶτιον, ἠδὲ Προμηθέα Ποικίλον, αἰολομῆτιν. Filium… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ερίπνη — ἐρίπνη και ἐρίπνα, ἡ (Α) 1. απότομος βράχος, γκρεμός 2. φρ. «ἐπάλξεων ἐρίπναι» τα άκρα τών επάλξεων ή οι πύργοι πάνω από τις επάλξεις (Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερείπω, με τη μηδενισμένη βαθμίδα (εριπ ) τού θέματος] …   Dictionary of Greek

  • ερείπω — ἐρείπω (Α) 1. μεταβάλλω σε ερείπια, κατεδαφίζω, καταστρέφω, κατακρημνίζω («ἐρέριπτο δὲ τεῑχος Ἀχαιῶν» γκρεμίστηκε το τείχος τών Αχαιών, Ομ. Ιλ.) 2. εξολοθρεύω, καταστρέφω («ἐρείπει γένος θεῶν τις» κάποιος από τους θεούς εξολοθρεύει το γένος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”